- ανάλαφρος
- η , ο очень лёгкий, невесомый, воздушный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάλαφρος — η, ο επίρρ. α ο πολύ ελαφρός, ο μόλις αισθητός: Στις σχέσεις του με τους άλλους φρόντιζε πάντα να είναι ανάλαφρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάλαφρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πολύ βάρος, ελαφρός 2. ο μόλις αισθητός, άυλος, αέρινος 3. (για ψυχική διάθεση) ήρεμος, απαλλαγμένος από φροντίδες 4. ο μη πυκνός, αραιός, ανάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + αλαφρός αντί ελαφρός] … Dictionary of Greek
αήσυρος — ἀήσυρος, ον (Α) 1. ελαφρός σαν αέρας, μικρός 2. (για ανέμους) αυτός που φυσά ελαφρά, ήπιος, ανάλαφρος ή υψηλά, αυτός που πνέει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ἀήτ υρος, με συριστικοποίηση τού τ προς τού υ < ἀή τη / ἀή της «άνεμος» < ἄη μι… … Dictionary of Greek
ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… … Dictionary of Greek
ανάκουφος — η, ο 1. ελαφρός, ανάλαφρος 2. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή με κάτι 3. αυτός που δεν είναι καλά κλεισμένος, μισάνοιχτος, γειρτός 4. κρυφούτσικος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + κούφος] … Dictionary of Greek
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
ελαφρίζω — ἐλαφρίζω (AM) 1. καθιστώ ελαφρό κάτι 2. σηκώνω, ανυψώνω 3. ανακουφίζω, παρηγορώ αρχ. 1. παίρνω κάποιον στ αλαφρά, αψηφώ 2. είμαι ανάλαφρος, ευκίνητος 3. παθ. απαλλάσσομαι από αναγκαστικές εισφορές … Dictionary of Greek
ευπερίσταλτος — εὐπερίσταλτος, ον (Μ) αυτός που είναι ελαφρά ντυμένος, ο ανάλαφρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι στέλλω] … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
λαιψηρός — λαιψηρός, ά, όν (Α) 1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
υπώροφος — η, ο / ὑπώροφος, ον, ΝΜΑ στεγασμένος αρχ. φρ. α) «ὑπώροφος οικία» (στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.) β) «ὑπώροφος βοή» ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος τού καλαμένιου αυλού (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος) … Dictionary of Greek